- γεωφάγος
- -οαυτός που τρώει χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω -(< γη) + -φαγος < (θ.) φαγ -, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωφαγία — η η χρησιμοποίηση τού χώματος ως τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεωφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αργύρ. Διαμαντόπουλο] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
κιχλίδες — (cichlidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών που ζουν στα γλυκά νερά των τροπικών περιοχών της Αμερικής, της Αφρικής και της νότιας και δυτικής Ασίας. Χαρακτηρίζονται από δύο ατελείς πλευρικές γραμμές και 3 10 αγκάθια στο εδρικό τους πτερύγιο. Τα… … Dictionary of Greek